κατηγορήσει

κατηγορήσει
κατηγόρησις
predication
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κατηγορήσεϊ , κατηγόρησις
predication
fem dat sg (epic)
κατηγόρησις
predication
fem dat sg (attic ionic)
κατηγορέω
speak against
aor subj act 3rd sg (epic)
κατηγορέω
speak against
fut ind mid 2nd sg
κατηγορέω
speak against
fut ind act 3rd sg
κατηγορέω
speak against
aor subj act 3rd sg (epic)
κατηγορέω
speak against
fut ind mid 2nd sg
κατηγορέω
speak against
fut ind act 3rd sg
κατηγορέω
speak against
futperf ind mp 2nd sg
κατηγορέω
speak against
futperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • оглаголовати — ОГЛАГОЛ|ОВАТИ (11), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Обвинять, оговаривать: или аще раздражить насъ кто ли до||садить ли ог҃лѹѥть. ли налаѥть. (ὅταν… καταλαλήσῃ) ПНЧ 1296, 33–34; ничтоже ино. нъ своихъ золъ началника же и виновна себе быти ѡг҃лѹѥть. (κατηγορήσει)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άμεμπτος — η, ο (Α ἄμεμπτος, ον) [μεμπτός] (με παθητική σημασία) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν μεμφθεί, να τόν κατηγορήσει, ανεπίληπτος, αψεγάδιστος αρχ. 1. ο τέλειος στο είδος του 2. (με ενεργητική σημασία) αυτός που δεν μέμφεται, δεν κατηγορεί, δεν… …   Dictionary of Greek

  • ανονείδιστος — η, ο (Μ ἀνονείδιστος, ον) 1. αυτός που κανείς δεν μπορεί να ονειδίσει, να κατηγορήσει, άμεμπτος, άψογος 2. αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν του έγινε επίπληξη …   Dictionary of Greek

  • αρετσίνωτος — η, ο 1. (για κρασί) αυτό που δεν περιέχει ρετσίνι 2. εκείνος που δεν του έχουν κολλήσει ρετσινιά, που δεν τον έχουν κατηγορήσει άδικα για κάτι …   Dictionary of Greek

  • γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… …   Dictionary of Greek

  • ετοιμομεμφής — ἑτοιμομεμφής, ές (Μ) αυτός που είναι έτοιμος να κατηγορήσει, ο φίλο κατήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + μεμφής (< μέμφομαι), πρβλ. φιλο μεμφής] …   Dictionary of Greek

  • ευκατατρόχαστος — εὐκατατρόχαστος, ον και εὐκατάτροχος, ον (Α) 1. αυτός που λεηλατείται εύκολα, ο εκτεθειμένος σε επιθέσεις 2. (για συγγραφέα) α) αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να κατηγορήσει β) αυτός που κάνει λάθη, ο αδόκιμος («ἔστι δ ὁ Ἐρατοσθένης οὔθ᾿… …   Dictionary of Greek

  • ευκατηγόρητος — εὐκατηγόρητος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κατηγορήσει εύκολα, ο εκτεθειμένος σε κατηγορίες 2. αυτός εναντίον τού οποίου υπάρχει βάσιμη κατηγορία («τὰ δὲ κατηγορῶν τῶν Αἰτωλῶν, ὄντων εὐκατηγορήτων», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ… …   Dictionary of Greek

  • νέρων — (Claudius Caesar Drusus Germanicus Nero, Άντιον 37 – Ρώμη 68). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Γιος του Δομιτίου Αενοβάρβου και της Αγριππίνας της Νεότερης και ανιψιός του Καλιγούλα, ανέβηκε στον θρόνο το 54 μ.Χ., μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Κλαυδίου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”